- αποκτίννυμι
- κ. -κτίνυμι κ. -κτιννύωαποκτείνω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαποκτίννυμι — Α προαποκτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποκτίννυμι, άλλος τ. τού ἀποκτείνω] … Dictionary of Greek
συναποκτίννυμι — Α συναποκτείνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκτίννυμι, άλλος τ. τού ἀποκτείνω] … Dictionary of Greek